29 Σεπτεμβρίου 2011

Η δύναμη της Αγάπης

Ποιά μπορεί να είναι η δύναμη της Αγάπης; Η κλασική, ‘’ρομαντική’’ εκδοχή, αυτή της άμετρης δύναμης της αγάπης που ακούγεται τόσο εύκολα από τα χείλη ονειροπόλων ανθρώπων, που ακόμη την ψάχνουν όμως, δεν την ξέρουν, ακόμη και να τους έχει αγγίξει εκείνοι μπορεί να μην το κατάλαβαν ποτέ, με κάνει και νοιώθω αμήχανα.. Πιστεύω και εγώ στην παντοδυναμία της αγάπης, αλλά δεν νομίζω ότι μέσα μας έχουμε καταλάβει ορθά αυτή τη ‘’παντοδυναμία’’.. Είμαστε πάντοτε προσκολλημένοι στα εγωιστικά μας πιστεύω και πιστεύουμε στην δύναμη της αγάπης, όσο εκείνη μας χαρίζει αυτό που θέλουμε, αυτό που επιφανειακά σβήνει τις δίψες μας και ξεγελά τις μοναξιές μας.
Σκέφτομαι, πως ίσως,(ίσως λέω, γιατί και εγώ ανήκω σε αυτή την κατηγορία των ανθρώπων που εγωιστικά ψηλαφίζουν την αγάπη), ίσως αυτή η δύναμη της Αγάπης να μην έχει καθόλου να κάνει με υπερπήδηση εμποδίων, και αιώνιο ‘’δεσμό’’ ανθρώπων στο όνομά της.. Ίσως έχει να κάνει με τη δύναμή της να μεταμορφώνει τον άνθρωπο, να του δίνει νέες μορφές, ανώτερες, αγγελικές σχεδόν, να του δίνει τη θέληση να ριχτεί στην μεγάλη μάχη, στην οποία ο καθένας από εμάς οφείλει να μπει για να γίνει ΦΩΣ.. στη μάχη έναντι στον κακό μας εαυτό. Η Αγάπη έρχεται, μας απλώνει το χέρι, και μας λέει: ‘’Κοίτα με, για μένα αξίζει να μπεις σε αυτή τη μάχη, θα είμαι εκεί να φωτίζω τον δρόμο σου για να φτάσεις στη νίκη, ο δρόμος αυτός θα έχει πόνο πολύ, σκιές, μοναξιά ίσως, αλλά εάν παλέψεις στο όνομά μου, εγώ θα σου δώσω την δύναμη που χρειάζεσαι για να βγεις νικητής, για να γίνεις ΦΩΣ, να γίνεις σάρκα μου, να γίνεις παιδί της Αγάπης’’...!
Αυτή πρέπει να είναι, πιστεύω, η δύναμη της Αγάπης. Με καλεί να μπω σε αυτή τη μάχη και μου δίνει όλα τα όπλα για να κερδίσω. Οι περισσότεροι όμως από εμάς, γυρνάμε την πλάτη στο χέρι που μας απλώνει η Αγάπη για να αγωνιστούμε. Την  κρατάμε δίπλα μας και στέκουμε ακίνητοι μέσα στη ζωή μας,  θαρρώντας πως είναι δυνατόν ποτέ να γίνουμε ΦΩΣ, δίχως πορεία μέσα στο σκοτάδι. Είναι σαν να έχει κανείς ένα θησαυρό, και από φόβο μην τον χάσει τον κρατά κλειδωμένο και ζει για πάντα φτωχός. Έτσι ζούμε όσοι δειλιάζουμε να μπούμε σε αυτό το μονοπάτι: φοβισμένοι και φτωχοί.
Όλα αυτά βέβαια φαντάζουν θεωρητικά και μακρινά.. Συγκεκριμένα παραδείγματα της δύναμης της Αγάπης για μένα είναι και τα παρακάτω:
Μου φαίνεται τόσο γλυκύς ο αγαπημένος μου άνθρωπος, που ακόμη κι αν είμαστε χώρια, ακόμη και αν δεν είναι πια στη ζωή μου, πάντα ξεχειλίζει μέσα μου ένα ποτάμι από αρώματα και ομορφιές σαν τον σκέφτομαι.
Δεν νοιώθω καμία ανάγκη πλέον να τον δω με τα φυσικά μου μάτια, δεν έχω καν την ανάγκη να του μιλήσω, γιατί είναι πάντα εδώ, παρών, και βιώνω μαζί του κάθε στιγμή της ζωής μου.
Κάθε αρνητική σκέψη που έρχεται από την εγωιστική μου φύση για να ‘’λερώσει’’ την μορφή του αγαπημένου, η αγάπη μου δίνει την δύναμη να την αντιπαλέψω, ώσπου δεν είναι πια παρά απόηχος,  για να μου θυμίζει πόσο ποταπός μπορεί να γίνει ο άνθρωπος σαν δεν ακούει με τα αυτιά της αγάπης.

 ΔΕΝ έχω να περιμένω ανταπόδοση, αμοιβαιότητα ή κέρδος άλλο, παρά μόνο το ίδιο το αίσθημα της Αγάπης, που είναι απο μόνο του το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσα να ζητήσω, αφου με ολοκληρώνει, με ανυψώνει, με κάνει Υπερ-άνθρωπο( πολύ δύσκολο, αφου μεγαλώσαμε μαθαίνοντας πως όλα πρέπει να έχουν κάποιο προσωπικό κέρδος..)
Τίποτε άλλο δεν ζητάω, τίποτε άλλο δεν επιθυμώ, παρά να νοιώθω την αγάπη να πλημμυρίζει το μέσα μου, να φτιάχνει ρυάκια, ποταμούς, να συνενώνεται σε μία θάλασσα απέραντη, βαθιά, ομιλούσα θάλασσα..

Για αυτή τη θάλασσα μέσα μας. Για αυτή και μόνο ζούμε, αναπνέουμε, οσμιζόμαστε τον κόσμο. Αρκεί να μάθουμε να ταξιδεύουμε πάνω στα κύματά της, να σπάμε τα φράγματα που την εμποδίζουν να κυλά ανεμπόδιστη μέσα μας. Αυτή είναι ίσως η δύναμη της Αγάπης. Η δύναμη της θάλασσας μέσα μας.
  
Σ.

28 Σεπτεμβρίου 2011

Η αλληγορία των χαμένων θησαυρών.

Ένας ψαράς κατεβαίνει κάθε νύχτα στην παραλία για να ρίξει τα δίχτυα του. Ξέρει πως όταν βγαίνει ο ήλιος έρχονται τα ψάρια στην παραλία για να φάνε αχιβάδες, γι'αυτο πάντα ρίχνει τα δίχτυα του πριν ξημερώσει.
Αυτή τη νύχτα, όπως πάει να μπει στο νερό, αισθάνεται το πόδι του να χτυπάει πάνω σε κάτι πολύ σκληρό στον πάτο της θάλασσας.
Το πασπατεύει και βλέπει πως είναι πράγματι κάτι σκληρό, σαν πέτρες, τυλιγμένες σε μία σακούλα.
Εκνευρίζεται και μουρμουρίζει: ''Ποιός ηλίθιος πετάει τέτοια πράγματα στην παραλία;'' και αμέσως διορθώνει: ''στην δική μου παραλία.''. Σκύβει λοιπόν, πιάνει τη σακούλα, και τη βγάζει απο το νερό.
Είναι θεοσκότεινα...Βγάζει το σουγιά του, ανοίγει τη σακούλα και ψαχουλεύει. έχει κάμποσες πέτρες, μεγάλες σαν πορτοκάλια, βαριές και στρογγυλεμένες. 
Ενστικτωδώς παίρνει μία, τη ζυγίζει στο χέρι του και την πετάει με δύναμη στην θάλασσα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ακούει τον θόρυβο της πέτρας που βουλιάζει στα βαθιά. Πλούπ! Μετά αρχίζει να τις εκσφενδονίζει δύο δύο και ακούει πλουπ-πλαφ! Διασκεδάζει..Ακούει τους διαφορετικούς ήχους, πετάει πέτρες, υπολογίζει τον χρόνο που κάνουν να πέσουν στο νερό, και δοκιμάζει και με κλειστά μάτια και συνεχίζει να πετάει τις πέτρες στη θάλασσα.
Μέχρι που βγαίνει ο ήλιος. Ο ψαράς ψαχουλεύει και βρίσκει μονάχα μία πέτρα μέσα στη σακούλα. Ετοιμάζεται λοιπόν να την πετάξει πιο μακριά απο τις άλλες, γιατί είναι η τελευταία και έχει βγει ήδη ο ήλιος. Και όπως τεντώνει το χέρι του προς τα πίσω για να τη πετάξει με όλη του την δύναμη, αρχίζει να φωτίζει ο ήλιος και βλέπει στην πέτρα μια χρυσαφένια μεταλλική λάμψη που του τραβάει τη προσοχή.
Η πέτρα αντανακλά τον ήλιο μέσα απο τη βρομιά που την καλύπτει. Την τρίβει ο ψαράς και η πέτρα αρχίζει να λάμπει ακόμη πιο πολύ. Συνειδητοποιεί οτι η πέτρα είναι απο καθαρό χρυσάφι. Μια πέτρα απο ατόφιο χρυσάφι σε μέγεθος πορτοκαλιού! Η χαρά του σβήνει όμως μόλις σκέφτεται οτι η πέτρα αυτή είναι σίγουρα ίδια με όλες τις άλλες που πέταξε στη θάλασσα. 
Και σκέφτεται:''Τί χαζός που ήμουνα!''
Είχε στα χέρια του μία σακούλα γεμάτη πέτρες απο χρυσό και τις πετούσε στη θάλασσα γιατί του άρεσε να ακούει τον ηλίθιο θόρυβο που έκαναν όταν έπεφταν στο νερό..Αρχίζει τότε να οδύρεται , να κλαίει και να θρηνεί..να λυπάται για τις χαμένες πέτρες..Και να σκέφτεται πως είναι άτυχος, ένας δυστυχισμένος άνθρωπος..είναι τρελός, είναι ηλίθιος..
Ο ήλιος έχει πια ανατείλει.
Και ξαφνικά συνειδητοποιεί πως έχει ακόμη την πέτρα...συνειδητοποιεί πως ο ήλιος θα μπορούσε να έχει αργήσει ένα δευτερόλεπτο ακόμη ή εκείνος θα μπορούσε να είχε ρίξει την πέτρα πιο γρήγορα, και τότε δεν θα είχε μάθει ποτέ για τον θησαυρό που έχει τώρα στα χέρια του.
Αντιλαμβάνεται τελικά οτι κατέχει ένα θησαυρό και αυτός ο θησαυρός είναι απο μόνος του μια τεράστια περιουσία για έναν φτωχό ψαρά όπως εκείνος. Αντιλαμβάνεται πόσο τυχερός είναι που μπορεί να κρατήσει τον θησαυρό που έχει ακόμη στα χέρια του.

Μακάρι να μπορούσαμε να είμαστε πάντα τόσο σοφοί ώστε να μην κλαίμε για τις πέτρες, τις ευκαιρίες, που απροετοίμαστοι ίσως τις πετάξαμε, τις χαραμίσαμε, τα πράγματα εκείνα που έφερε η θάλασσα και τα πήρε μετά..Μακάρι να είμαστε έτοιμοι να δούμε την λάμψη στις πέτρες που έχουμε στα χέρια μας και να μπορούμε να τις χαιρόμαστε για την υπόλοιπη ζωή μας.

Απόσπασμα απο βιβλίο ''Ο Δρόμος των Δακρύων''  του Χόρχε Μπουκάι

23 Σεπτεμβρίου 2011

Όταν η απάντηση αργεί..

*Ρώτησε μια φορά ένας άνθρωπος κάποιον ασκητή:
"Γιατί ο Θεός γράφει τους νόμους Του πάνω στις καρδιές μας;
Γιατί όχι μέσα στις καρδιές μας, εκεί που πραγματικά Τον έχουμε ανάγκη;"
Ο ασκητής απάντησε:
"Ποτέ ο Θεός δεν αναγκάζει τους ανθρώπους να Τον έχουν στην καρδιά τους.
Γράφει τα λόγια Του πάνω στην καρδιά, ώστε όταν αυτή ραγίσει, τότε Εκείνος πέφτει μέσα!"


*Πολλές φορές ο Θεός δίνει στα παιδιά Του εκείνο που του ζητούν ακριβώς όταν Του το ζητούν και όπως Του το ζητούν.
Πολλές φορές ο Θεός αργοπορεί την απάντησή στην προσευχή όπως την προφέρουμε γιατί Εκείνος έχει τους λόγους Του και ξέρει ότι δεν πρόκειται να είναι για το αιώνιο συμφέρον μας εκείνο που ζητούμε.
Πολλές φορές ο Θεός απαντά στην προσευχή μας επιτρέποντας μας να περάσουμε μεγάλες θλίψεις. Καταλαβαίνει από κείνα που Του ζητούμε ότι χρειαζόμαστε τη θλίψη για να γιατρευτούμε πνευματικά.
Πολλές φορές ο Θεός απαντά την προσευχή μας δίνοντάς μας κάτι πολύ καλύτερο από εκείνο που ζητούμε.

22 Σεπτεμβρίου 2011

Ο δρόμος μπροστά σου φωνάζει

Έφτασες ως εδώ. Το πώς έφτασες, δεν έχει σημασία. Τί νόημα έχει, με αυτό που δεν αλλάζει, να κακιώνεις? Έφτασες ως εδώ με μία τεράστια βαλίτσα από συναισθήματα, όνειρα προδομένα, απογοητεύσεις, συγκινήσεις μυστικές, μικρές στιγμές-διαμάντια, ραγίσματα και μαχαιριές.. Ούτε που θυμάσαι πώς βρέθηκες να κουβαλάς αυτή τη βαλίτσα.. Ούτε που κατάλαβες πότε άρχισε να γεμίζει, να βαραίνει τις πλάτες σου. Τώρα σου φαίνεται τόσο βαριά, κι ας την κουβαλούσες σε όλη αυτή τη πορεία. Ίσως γι’αυτό να σταμάτησες την πορεία σου τόσο καιρό τώρα.. Ίσως να μην άντεχες αυτό το βάρος άλλο πια.. Ίσως.. Μα όσο και να προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου με αυτή τη σκέψη, μέσα σου φωνάζει μια φωνή που σου θυμίζει ότι ήσουν ικανή να αντέξεις για πάντα!!!  Δεν είναι το βάρος που σε κούρασε, δεν είναι τα μουσκεμένα από τα δάκρυα ρούχα σου, είναι που δεν έσφιγγε το χέρι σου η ζεστασιά του δικού του χεριού. Αυτό αρκούσε να σου δώσει ανάσα για χίλιες ζωές. Η αγάπη είναι μεγάλη όταν την περιμένουμε ή όταν την χάνουμε. Εσύ δεν την είχες ποτέ, γι’ αυτό θέριεψε μέσα σου και έγινε βράχος ριζωμένος στης γης τα σπλάχνα, να τον δέρνουν τα κύματα της θάλασσας και να του δίνουν νέα σχήματα.. Κοίταξε να ζήσεις την αγάπη που έχασες. Καν'την τραγούδια,ξενύχτια. Καν'την βιβλία..
Έφτασες ως εδώ. Τί είναι το ‘εδώ’? Πού είναι? Τί υπάρχει παρακάτω? Υπάρχει άραγε παρακάτω? Μόνο ένα φως μου κρατάει συντροφιά.. Το δικό Σου..
Σε νοιώθω να με κοιτάς με βλέμμα αυστηρό, αλλά πάντα στοργικό, πάντα η Αγάπη ξεπηδά από τα μάτια Σου.. Να επιμένεις να με αγαπάς, παρά τις ανεπάρκειές μου, τους εγωισμούς μου.. Εγώ να σε ξεχνώ και Εσύ να με αγαπάς. Όπου και να βαδίσω πάντα να με σηκώνεις όταν πέφτω.. Πάντα να με περιμένεις να επιστρέψω στην αγκαλιά Σου.. Συγχώρεσέ με, αν έβαλα κάποιον πάνω από Εσένα! Συγχώρεσέ με αν έχασα την πίστη μου σε Εσένα! Εσύ γνωρίζεις την καρδιά μου! Δεν έχω τίποτα να κρύψω, μπροστά στο φως Σου.. Κι αν εγώ βλέπω αδιέξοδα,  δείξε μου τους δρόμους Σου! Μα μη ξεχάσεις να δείξεις τον δρόμο Σου και σε εκείνο το χέρι που δεν μπόρεσα εγώ να κρατήσω, που δεν μπόρεσα να ζεστάνω. Σου το εμπιστεύομαι για να μπορέσω εγώ να βαδίσω στον δικό μου τον δρόμο. Κράτησε αυτό το χέρι σφικτά, ζέστανέ το με αγάπη και οδήγησέ το σε δρόμους φωτεινούς, σε δρόμους αληθινούς.. μην νοιώσει μόνο του, μη νοιώσει απελπισία..
Ο δρόμος μπροστά σου σε φωνάζει. Φωνάζει να ακολουθήσεις. Μα κρατώντας αυτή τη βαλίτσα δεν μπορείς, γρήγορα ξανά θα κουραστείς.. Πρέπει να την αφήσεις και αυτή πίσω.. Θα κρατήσεις μοναχά τα δάκρυα.. Αυτά τα δάκρυα που θυμίζουν πώς νοιώθει ο άνθρωπος σαν αγαπάει. Πόσο μεγάλη είναι της Αγάπης η φωτιά, που όσα δάκρυα και αν γεννηθούν δεν σβήνει ποτέ της! Σιγοκαίει περήφανη και αγριεμένη που προσπάθησες να την σβήσεις.. Να προχωρήσεις κουβαλώντας τις φωτιές μέσα σου και τα μουσκεμένα από τα δάκρυα ρούχα σου φορεμένα πάνω σου. Αυτός είναι ο δρόμος σου, αυτή είσαι πια. Μην προσπαθείς να αρνηθείς το νέο εαυτό σου. Η Αγάπη μπαίνει μέσα μας και αλλάζει τα πάντα. Δεν είσαι πια αυτή που ήσουν. Είσαι ο νέος εαυτός σου, ένας βράχος που σμιλεύτηκε από τις αγάπης τα δάκρυα και πυρώθηκε από της αγάπης τις φωτιές. Έγινες όμως βράχος! Αυτό να θυμάσαι.. Ένας βράχος από φωτιά και δάκρυα..!
  
Σ.Κ.

2 Σεπτεμβρίου 2011

Στα μέτρα σου...Σταυρός.

Κάποιος κουρασμένος,αποκαμωμένος από το βαρύ Σταυρό(δοκιμασία)
που κουβαλούσε,είπε στον Κύριο:
-Κύριε,ελέησέ με.Πάρε μου αυτό το βαρύ Σταυρό,τον οποίο δεν μπορώ
να σηκώσω.
Τότε ο Κύριος τον σπλαχνίσθηκε.Τον πήγε σε μία μεγάλη αίθουσα γεμά-
τη Σταυρούς,μικρούς,μέτριους,μεγάλους.Κι του λέει:
-Άφησε εδώ τον Σταυρό σου και διάλεξε όποιον θέλεις.
Αυτός χαρούμενος άρχισε να ψάχνει.Κάποιοι Σταυροί ήταν πολύ ελα-
φρείς,κάποιοι ασήκωτοι.Αφού έψαξε πολλή ώρα,βρήκε ένα Σταυρό,στα
μέτρα του,που μπορούσε να σηκώσει.
Λέει τότε στον Χριστό:
-Κύριε,βρήκα έναν Σταυρό στα μέτρα μου,και τότε του απαντά ο Χρι-
στός:
-Στο καλό παιδί μου.Να ξέρεις όμως ότι ο Σταυρός που βρήκες είναι αυ-
τός που άφησες όταν μπήκες στην αίθουσα

Η αλληγορία της άμαξας...

Όπως κοιτάζω αφηρημένος δεξιά, με τρομάζει ξαφνικά μια απότομη κίνηση της άμαξας.
Σκύβω έξω και βλέπω ότι έχουμε ανέβει στο πεζοδρόμιο. Φωνάζω στον αμαξά να προσέχει, κι αυτός αμέσως ξαναμπαίνει στο δρόμο.
Δεν καταλαβαίνω πως αφαιρέθηκε τόσο πολύ και δεν είδε ότι ξέφυγε από την πορεία του. Φαίνεται πως γέρασε.
Γυρίζω το κεφάλι αριστερά να κάνω νόημα στον συνταξιδιώτη μου να μην ανησυχεί γιατί είναι όλα εντάξει…αλλά δεν τον βλέπω πουθενά!
Ταράζομαι. Αυτό δεν έχει ξαναγίνει ποτέ ως τώρα. Δεν έχουμε ξαναχαθεί στο δρόμο.Από την πρώτη μας συνάντηση, δεν έχουμε χωρίσει λεπτό.΄Ηταν μια σιωπηρή συμφωνία.Σταμάταγε ο ένας, σταμάταγε κι ο άλλος.Βιαζόταν ο ένας, πήγαινε γρηγορότερα κι ο άλλος.
Παίρναμε μαζί τη στροφή, αν ο ένας από τους δύο ήθελε να στρίψει.Μα τώρα, χάθηκε.Ξαφνικά, έγινε άφαντος.Μάταια βγάζω το κεφάλι και κοιτάζω τον δρόμο δεξιά κι αριστερά.Δεν φαίνεται πουθενά.
Ρωτάω τον αμαξά, κι αυτός ομολογεί πως εδώ και λίγη ώρα τον είχε πάρει ο ύπνος στη θέση του. Μου δικαιολογείται ότι πολλές φορές ο ένας από τους δύο αμαξάδες κοιμάται λιγάκι και αφήνει τον άλλον να προσέχει τον δρόμο.
Ήταν φορές που και τα άλογα ακόμα σταματούσαν να πηγαίνουν με τον δικό τους ρυθμό και ακολουθούσαν τον ρυθμό των αλόγων της διπλανής άμαξας.
Ήμαστε σαν δύο άτομα που τα οδηγούσε η επιθυμία, σαν δύο πρόσωπα με ένα μυαλό, σαν δύο άνθρωποι σε ένα σώμα.
Κι έξαφνα,μοναξιά,σιωπή,αμηχανία….
Να έπαθε κάποιο ατύχημα την ώρα που εγώ, αφηρημένος, δεν κοιτούσα προς το μέρος του;
Μήπως πήραν τα άλογα λάθος δρόμο, αφού και τους δύο αμαξάδες τους πήρε ο ύπνος….
Μπορεί, όμως, και να προχώρησε η δική του άμαξα χωρίς να αντιληφθεί ο αμαξάς του την απουσία μας, και να συνέχιζαν τώρα την πορεία τους προπορευόμενοι.
Βγάζω το κεφάλι μου απ’ το παραθυράκι άλλη μια φορά και φωνάζω:“Έεειιι!!!”
Περιμένω λίγα δευτερόλεπτα και ξαναφωνάζω στον έρημο δρόμο:“Γειάααααααααααα!!!”
Και ξανά, ακόμα μια φορά:“Που είσαι;;;;”Καμία απάντηση.Θα έπρεπε άραγε να γυρίσω πίσω…
ή μήπως να μείνω ακίνητος εδώ που είμαι και να τον περιμένω….
ή να πω, καλύτερα, στον αμαξά να τρέξει για να τον προφτάσουμε;
Πάει πολύς καιρός που δεν μου ήταν πρόβλημα αυτές οι αποφάσεις.
Είχα αποφασίσει, εκεί και τότε, να είμαι δίπλα του και να τον ακολουθώ όπου θα μας έβγαζε ο δρόμος.Τώρα όμως….
Ο φόβος μήπως χάθηκε και η ανησυχία πως μπορεί κάτι να έπαθε όλο και υποχωρούν, και στη θέση τους εμφανίζεται ένα συναίσθημα διαφορετικό.Και αν αποφάσισε να μη συνεχίσει μαζί μου;
Μετά από λίγο συνειδητοποιώ πως όσο και να περιμένω, δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει.
Πάντως, όχι στο μέρος αυτό.Οι επιλογές μου είναι να συνεχίσω ή να μείνω εδώ και να πεθάνω.
Να πεθάνω.Με ερεθίζει αυτή η ιδέα.Ξεζεύω τα άλογα και ζητάω από τον αμαξά να κατέβει.
Μας κοιτάζω: την άμαξα, τον αμαξά, τα άλογα, εμένα τον ίδιο….Έτσι αισθάνομαι: διχασμένος, χαμένος, συντρίμμια.Αλλού οι σκέψεις μου, αλλού τα συναισθήματά μου, αλλού το σώμα, αλλού η ψυχή μου. Και το μυαλό μου, η συνείδηση του εαυτού μου καθηλωμένα εκεί….
Σηκώνω τα μάτια και κοιτάζω τον δρόμο μπροστά.Από εδώ που βρίσκομαι, το τοπίο μοιάζει βαλτότοπος.Λίγα μέτρα πιο πέρα, το έδαφος γίνεται έλος.
Εκατοντάδες έλη και λάσπες – όλα δείχνουν πως το μονοπάτι είναι ολισθηρό και επικίνδυνο…
Δεν είναι η βροχή που μούσκεψε το χώμα.
Είναι τα δάκρυα όσων πέρασαν κάποτε από αυτόν τον δρόμο και θρηνούσαν μιαν απώλεια.
Το ίδιο και τα δικά μου, νομίζω…σύντομα θα μουσκέψουν το μονοπάτι….
΄Ετσι ξεκινάει ο δρόμος των δακρύων. Έτσι, φέρνοντάς μας σε επαφή με αυτό που πονάει. Γιατί έτσι μπαίνει κανείς σ΄αυτό το μονοπάτι, με αυτό το βάρος, με αυτό το φορτίο.
Και ακόμη, με την αναπόφευκτη – αν και πάντοτε απατηλή – πεποίθηση, ότι δεν πρόκειται να το αντέξουμε.
Παρόλο που φαίνεται απίστευτο, όλοι νομίζουμε στην αρχή του δρόμου πως είναι αβάσταχτος. Δεν είναι δικό μας το φταίξιμο, ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο δικό μας το φταίξιμο…
Μας έμαθαν από το σχολείο να πιστεύουμε ότι είμαστε βασικά ανίκανοι να αντέξουμε τον πόνο μιας απώλειας. Ότι κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. Ότι θα πεθαίναμε αν μας άφηνε αυτός που αγαπάμε, και δεν θα μπορούσαμε να υποφέρουμε ούτε για ένα λεπτό τον ακραίο πόνο μιας σημαντικής απώλειας, γιατί η θλίψη είναι ζοφερή και καταστροφική…
Κι εμείς ζήσαμε όλη μας τη ζωή με βάση αυτές τις σκέψεις…
Ωστόσο, όπως σχεδόν πάντοτε συμβαίνει, οι αντιλήψεις αυτές που διδαχτήκαμε κι έγιναν δικές μας πεποιθήσεις, είναι μια συντροφιά επικίνδυνη. Συχνά λειτουργούν σαν φοβεροί εχθροί και κάνουν πολύ μεγαλύτερο κακό από αυτό που υποτίθεται ότι αποτρέπουν. Στην περίπτωση του πένθους (σ.σ. λέγοντας “πένθος” δεν εννοώ μόνο τον θάνατο, αλλά και τον χωρισμό από κάποιο αγαπημένο πρόσωπο), για παράδειγμα, μας αποπροσανατολίζουν από την πορεία μας προς την οριστική απελευθέρωση, από αυτό που δεν υπάρχει πια.
Αυτό που μπορούμε να κάνουμε για να μην υποφέρουμε “περισσότερο”, δεν είναι να αγαπάμε “λιγότερο“, αλλά να μάθουμε, όταν φτάνει η στιγμή του αποχωρισμού ή της απώλειας, να μη μένουμε κολλημένοι σ΄αυτό που δεν υπάρχει πια. Να χαιρόμαστε τη στιγμή, όσο διαρκεί, και να προσπαθούμε να την κάνουμε όσο γίνεται καλύτερη. Να ζούμε ρισκάροντας κάθε λεπτό της ζωής μας. Τέλος, να μη ζήσουμε αύριο με τη σκέψη στη σημερινή μέρα που ήταν τόσο ωραία, γιατί αύριο θα έχουμε την υποχρέωση να κάνουμε ό,τι φέρει το άυριο. Και θα προσπαθήσουμε να το κάνουμε κι αυτό εξίσου ωραίο….

Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάϊ “Ο Δρόμος των Δακρύων Φύλλα Πορείας ΙΙΙ“