26 Σεπτεμβρίου 2012

Με όρους συναισθημάτων..

Όταν όλα στο μυαλό μας γίνονται κουβάρι, ευθύνες, ενοχές, λάθη, πίκρες, αναμονές κι αβεβαιότητες, η καρδιά μας μοιάζει τρικυμισμένη θάλασσα, πολύβουη, μας ζαλίζει, μας εξαντλεί..
Εκείνες τις στιγμές, η λογική ιεράρχηση του φορτίου μας είναι συχνά περίπλοκη και μας κουράζει ακόμη περισσότερο..
Ίσως, τότε, έρχεται η ώρα να μιλήσουμε στον εαυτό μας και στους άλλους με όρους συναισθημάτων.. 
''Αυτή τη στιγμή, δεν μπορώ να σου πω με όρους λογικούς και σαφείς αυτό που με προβληματίζει. Μπορώ όμως να σου πω τί αισθάνομαι..''
Με αυτή τη φράση, με αυτή τη δίοδο, μπορούμε να κοινωνήσουμε στον άλλο, αλλά και στον ίδιο μας τον εαυτό, τον καρπό της ψυχής μας και όσων έχουμε μέσα μας, με σαφήνεια, με ουσία, με καρδιά καθαρή. Γιατί αυτό που αισθάνομαι, ποτέ δεν μπορεί να είναι ψεύτικο. Υπάρχει, βιώνεται, ρέει μέσα μου ανεπιτήδευτο και ανόθευτο. Ενώ η οποιαδήποτε λογική ανάλυση κρύβει μέσα της άμυνες, ψέματα και λανθασμένες οπτικές..
Όταν δεν ξέρω τί είναι αυτό που γεννά τρικυμίες μέσα μου, μη ρωτάς να μάθεις τί συμβαίνει ή ποιές είναι οι αιτίες...
Ρώτα να μάθεις τί νοιώθω..!

Σ.

23 Σεπτεμβρίου 2012

Ό,τι αγαπάς, δεν τελειώνει...


Ένα τραγούδι αγαπημένο και γλυκό, 
σαν ανάμνηση πρωτόγονη και παιδίσια, 
που καμώνει φύτρες και βγάζει κλαδιά,
σκαρφαλώνει κι ανθίζει στα μάτια,
 περιδιαβαίνει αδιάκριτα
στης ψυχής τα μέρη τα κρυφά...
Σ.
''Τώρα που γρήγορα νυχτώνει σαν παραμύθι θα στο πω
ό,τι αγαπάς δεν τελειώνει κι εγώ ακόμα σ'αγαπώ.....

Τώρα που γρήγορα βραδιάζει σαν τραγουδάκι θα στο πω
ό,τι θυμάσαι δεν βουλιάζει μη με ξεχνάς που σ'αγαπώ....

Είναι πολλά που δεν τα ξέρεις κι ήθελα τόσο να στα πω
όμως δεν θέλω να υποφέρεις γιατί ακόμα σ'αγαπώ....''

Στίχοι: Θοδωρής Παυλάκος
Μουσική: Μιλτιάδης Πασχαλίδης

19 Σεπτεμβρίου 2012

Φρασεολογήματα



Μου ζητάς φράσεις, μου ζητάς λέξεις,
νωπές ακόμη, εύπλαστες..

Θαρρείς αντέχω αδιάλειπτα να σε εισπνέω
και να εκπνέω αντοχές κι ανείπωτα..

Αστέριωτο άγαλμα θα σε λεξοπλάσω,
κι αν πέσεις και σπάσεις,
να ξεχυθούν οι λέξεις στις γειτονιές του κόσμου, αδέσποτες..

Σ.

16 Σεπτεμβρίου 2012

Προπονήσεως κρίσις



Ξυπνά το σώμα κάθε πρωί,
κι ετοιμάζει πρωινό στο άυλον περιεχόμενόν της.

Μια φωνή βουίζει επίμονα στ'αυτιά μου,
πως η οδός της αληθείας
είναι σκοινί τεντωμένο,
σαν το σκοινί που φορτώνεται 
τις μπουγάδες των νοικοκυράδων,
κρεμασμένο ανάμεσα σε ταράτσες,
ξεχαρβαλωμένες από το χαλάζι,
που βρέχει στους αιώνες σιγουριές και σοφίες.

Θέλει προπόνηση να μάθω να πέφτω,
αντί να κρατώ επίμονα ισορροπία.

Να μάθω να σκοντάφτω πάνω σε μανταλάκια ,
που κρατούν πάνω στο σκοινί
επίμονα στεριωμένα,
τα φορεμένα ρούχα των κυράδων.

Κι αν μάθω να πέφτω,
θα'ναι τούτο το τέρμα του σκοινιού θαρρώ.

Ίσως, 
ό,τι είναι άυλο, 
δε τσακίζεται στις πτώσεις.

Σ.

11 Σεπτεμβρίου 2012

Το χρέος

Στη μέση μιας γης σπαρμένης,
στο πουθενά του πολυσήμαντου κόσμου,
στέκει μια αγριελιά.

Στον κορμό της χάσκουν μαχαιριές παλιών αγαπημένων,
όρκοι αγάπης για πάντα φυλακισμένοι στις αυλακιές δυο γραμμάτων.

Οι ρίζες της απλωμένες στα πέρατα του ασήμαντου ετούτου κάδρου,
στις τέσσερις άκριες μιας γης σπαρμένης ελπίδες και ιδανικά.

Κάποτε, η αγριελιά τινάζει τα φύλλα της στο θρόισμα του ανέμου,
κινεί τα γερασμένα χέρια της νωχελικά ν' αποκοιμίσει τ'αγριοπούλια,
κι ύστερα επιστρέφει στο ριζωμένο της καθήκον να στέκει.

Να στέκει...

Γύρω της σπαρμένα ιδανικά κι ελπίδες..
Στο κέντρο ενός ασήμαντου κάδρου,
στο πουθενά του πολυσήμαντου κόσμου,
μια αγριελιά, 
πιστή στο αρχέγονο χρέος της,

στέκει, 

και οι ρίζες της γίνονται πανιά..

Σ.

10 Σεπτεμβρίου 2012

Η μίμος


Η παράσταση ξεκινά.
Την προσοχή σας παρακαλώ!

Στη μέση μιας πολύβουης πλατείας,
οι περαστικοί κινούνται σαν τους δείκτες του ρολογιού
γύρω απ' το μαρμάρινο σιντριβάνι.

Ξάφνου οι τροχιές διαλύονται ακανόνιστα.
Ένας κύκλος γεμάτος χάσματα.
Στο κέντρο του μια ασπρόμαυρη κουκκίδα.
Η μίμος.

Την προσοχή σας παρακαλώ!

Τα δάχτυλά της ακροβατούν μέσ' από τα κατάλευκα γάντια,
το λευκό της πρόσωπο καμώνει γκριμάτσες,
το κοινό χειροκροτά, τ' αδιάκριτα βλέμματα γίνονται σφαίρες.

Η μίμος κρύβει με δεξιοτεχνία τις πληγές,
-πόση ευσυνειδησία!-
πετά το κόκκινο καπέλο στον αέρα,
και πάλι το πιάνει με την άκρη των δαχτύλων.

Το φορά στραβά, σχεδόν ευλαβικά,
στέκει για λίγο ακίνητη,
-ένα δευτερόλεπτο μονάχα-
το βλέμμα της στραμμένο κάπου μακριά,
έξω από τούτο το κύκλο, έξω από τούτο το κόσμο..

Μα, η παράσταση συνεχίζεται!
Τώρα η μίμος θυμωμένη, τώρα η μίμος θλιμμένη,
τα μάτια της πιο μαύρα από πριν,
το βαμμένο λευκό της πρόσωπο ακόμη πιο λευκό,
το καπέλο σκοτεινιάζει στο κόκκινο της νύχτας.

Φτάνει το μεγάλο φινάλε.
Τώρα πρέπει να εντυπωσιάσει.
Τώρα της πρέπει το πιο θερμό χειροκρότημα.
Απλώνει στο πρόσωπό της ένα χαμόγελο ουράνιο τόξο.
Τόσα χρώματα πάνω στο λευκό καμβά του προσώπου..!
Το κοινό τρομάζει..

Απλώνει τα χέρια ολάνοιχτα,
θέλει να χωρέσει όλη τη πλατεία στο μικρό της στέρνο,
εισπνέει βαθιά τις μυρωδιές, τους ήχους, τις ματιές,
σηκώνεται πάνω από τον κύκλο, ολοένα κερδίζει ύψος,
πουλί ασπρόμαυρο με ράμφος ουράνιο τόξο,
κάνει κύκλους ακροπατώντας στον αέρα,
πετά μακριά, μακριά, μακριά...

Το κοινό χειροκροτεί το κόκκινο καπέλο,
με ευλάβεια αφημένο στη μέση της πλατείας,
κι επιστρέφει στην τροχιά του λεπτοδείκτη..

Τικ τακ, τικ τακ, ήταν κάποτε ένα κόκκινο καπέλο, τικ τακ..

Σ.

7 Σεπτεμβρίου 2012

Ο ναυαγός


Επιπλέει πάνω σε ωκεανούς μιας καρδιάς πάλλουσας,
κύματα γεννιούνται και ξεσπούν ακανόνιστα,
δεν είναι ετούτη μια καρδιά γλυκανάλατη,
οι χτύποι της δεν είναι ψιλοβρόχι,
είναι βροντές πάνω σε κύματα αγριεμένα.

Εκείνος επιπλέει...
Επιπλέει...
Κάποιες στιγμές ανοίγει τα χέρια του,
πληγωμένο θαλασσοπούλι,
ορμά ν’ αγγίξει τον φάρο,
εκείνον που αχνοφέγγει στον ορίζοντα.

Πάει καιρός πια,
δε μπορεί να μετρήσει πόσος καιρός,
ο φάρος του μιλά γι' άρρητες σωτηρίες,
στην γλώσσα εκείνη την αξεδιάλυτη,
την καμωμένη στο τρύπιο δίχτυ της νύχτας,
που αγκαλιάζει στη φούχτα της το φως.

Εκείνος επιπλέει..
Τα πόδια του δε ξεμακραίνουν μια στάλα,
ο φάρος αδιάκοπα καλεί,
τα μάτια γίνονται απόχες,
τα μαλλιά του μακραίνουν,
τρέχουν πάνω στα κύματα,
κάνουν τροχιές γύρω από τα βράχια,
τα βράχια φυλακίζουν στη σιγουριά τους τον φάρο..

Μα τα πόδια του δε ξεμακραίνουν μια στάλα..
Στρέφει το βλέμμα χαμηλά,
προσπαθεί να ξεδιακρίνει τον βυθό,
κι εκεί, στο έρεβος του ωκεανού,
βλέπει την άγκυρα,
αγκυλωμένη στα σπλάχνα της θάλασσας,
αγκιστρωμένη στην ίδια του την καρδιά..

Ένας φάρος κι ένας άνθρωπος,
δυο μικρές κι ασήμαντες κουκκίδες στον ωκεανό,
που αιώνια θ' αποζητούν το εγγύτερα,
ατελεύτητα θα μοχθούν,
να σηκώσουν,
τις άγκυρες...

Σ.

6 Σεπτεμβρίου 2012

Συγγενείς της ψυχής σου...

Στην βραχύβια βιωτή μας, υπάρχουν εκείνοι οι ελάχιστοι άνθρωποι... Άλλοτε φωτίζουν ως μικροί ήλιοι τα σκοτάδια που χύνονται στο μονοπάτι μας, άλλοτε η λάμψη τους τρεμοπαίζει, σαν την πεταλούδα που κουνά άρρυθμα κι ακαθόριστα τα φτερά της.. Αυτοί οι άνθρωποι, δεν μπορούν παρά να είναι ένας, δύο, τρεις, στον κύκλο της ζωής μας. Γιατί θ' αγαπήσουμε πολλούς, φίλους, συγγενείς, συντρόφους, μα οι άνθρωποι - αστέρια στη ζωή μας είναι ένα δώρο που χαρίζεται φειδωλά κι εκλεκτά, κι όταν χαριστεί δεν επιστρέφεται ..

Σε αυτούς τους ανθρώπους δε θα μπορέσεις να βάλεις ταμπέλα, δε θα μπορέσεις να βαφτίσεις τη σχέση σου μαζί τους δίνοντας απτούς ορισμούς και φόρμες, ό,τι αισθάνεσαι γι' αυτούς πάντα θα ξεπερνάει τα όρια του ανθρώπινου λόγου και τα μέτρα του χώρου και χρόνου που ενίοτε χωρίζει και διαιρείται.

Κι όσο κι αν το θελήσεις να λησμονήσεις, εκείνοι  θα συντροφεύουν πεισματικά, ανυποχώρητα κάθε σου στιγμή. Κι όπου κι αν στραφείς, πάντοτε μαζί τους θα ζητάς να μοιραστείς της ψυχής σου το ''ξεροκόμματο''.. Κι όσο η φυσική τους απουσία από τη ζωή σου απαιτεί την σιωπή, τόσο εκκωφαντικά η ψυχή του ανθρώπου, που κάποτε ονομάτισες ''δικό σου άνθρωπο'', ''συγγενή της ψυχής σου'', θα φλυαρεί αδιάκοπα στης καρδιάς σου το δώμα, το τόσο μικρό, το τόσο ταπεινό, που χωρά ελάχιστους, που χωρά τους ''ακριβούς'' σου.

Ένα νήμα συνεχές, περασμένο στις δυο άκρες του ουρανού, που μας ενώνει με τους συγγενείς της ψυχής μας, ακόμη κι αν είναι μακρυά μας. Ένα νήμα που τροφοδοτεί την καρδιά με την ζέστη της θαλπωρής και της ανεξήγητης έγνοιας, σαν να βρισκόμαστε μέσα σε μία ζεστή αγκαλιά, τόσο απέραντη, που διαπερνά θάλασσες, βουνά, κοιλάδες... Αυτοί οι άνθρωποι, όσα χρόνια κι αν περάσουν μακριά τους, θα μας συντροφεύουν, ως το τέλος της ζωής μας, νοερά, αγκιστρωμένοι στης ψυχής μας το κατάρτι, αιώνιοι συγγενείς, συγγενείς της ψυχής μας...

Σ.

3 Σεπτεμβρίου 2012

Οδός σωτηρίας..

Καλημέρα φίλε μου...
Σε είδα σήμερα,
να βγαίνεις από την ξύλινη θύρα,
να φοράς το καπέλο ''συμβιβάσου'',
και να κατηφορίζεις το στενάκι ,
εκείνο με την σήμανση ''Οδός Σωτηρίας'',
καρφωμένη στον τοίχο του πέτρινου σπιτιού.

Τα πόδια σου ρυθμικά
κλωτσούσαν μικρές πέτρες
κι αδειανά κονσερβοκούτια.
Κατρακυλούσαν,
ξεσήκωναν τη γειτονιά,
κι εσύ απολάμβανες τα κεφάλια,
που κρέμουνταν απ'τα πορτοπαράθυρα,
κοιτώντας νευρικά.

Σε είδα ν'ανασαίνεις βαριά,
να γεμίζεις τις τσέπες σου
περιφρόνια και αγανάκτηση
από τις αυλές των σπιτιών.
Σφύριζες έναν σκοπό μακρόσυρτο,
σαν εκείνους της νοσταλγίας,
κι όλο τα δάχτυλά σου ακροβατούσαν,
πάνω στο κομπολόι.

Έι, φίλε μακρινέ, καλή σου μέρα!
Σε είδα να τυλίγεσαι στο πανωφόρι σου,
κι από τις τσέπες σου ξεγλιστρούσαν
μωβ ορχιδέες.
Το καπέλο σου φορεμένο στραβά,
το χαμογελό σου φορεμένο ανάποδα,
και μόνο το βλέμμα σου,
μονάχα εκείνο απόμεινε ίσιο,
να κοιτά πέρα μακρυά,
στο τέρμα της ''οδού Σωτηρίας''.

Σ.